Ο Νέος Κόσμος ώρες ώρες, μοιάζει με την Κυψέλη, και συγκεκριμένα τις ώρες που ψάχνω να παρκάρω. Σε αυτές τις δύο περιοχές, δεν βρίσκεις να παρκάρεις ούτε με αίτηση. Εγώ βρίσκω, επειδή είμαι μεγάλη οδηγάρα και περνάω το Άτος από την τρύπα της βελόνας, αλλά ακόμα κι εγώ δυσκολεύομαι μερικές φορές (συμβαίνει σε όλους).
Ένα βράδυ λοιπόν που γύρναγα από ξενύχτι, δεν την πάλευα να ψάχνω 50 ώρες για πάρκινγκ και λέω από μέσα μου "Μεγάλε Κρομ, κάνε να βρω πάρκινγκ έξω από το σπίτι μου. Μία φορά ρε πούστη μου (όχι εσύ Κρομ, σχήμα λόγου είναι), κάνε μου τη χάρη και μην με ταλαιπωρείς", και με το που στρίβω στο στενό μου (δρόμο), σαν από θαύμα, βλέπω θέση αεροδιάδρομο, δέκα μέτρα από την πόρτα του σπιτιού μου! Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου! Είναι κάτι τέτοιες στιγμές, που πιστεύω ότι υπάρχει Σατανάς και μας προσέχει. Τέλος πάντων, παρκάρω γρήγορα γρήγορα, με μόλις δύο κινήσεις του τιμονιού, γουάξ οφ, γουάξ ον, σαν τον Νίντζα της οδήγησης, μη σπάσει ο Διάολος το ποδάρι του και εμφανιστεί κάνας παπάρας από το πουθενά, μου πάρει τη θέση τελευταία στιγμή και χρειαστεί να γίνω Νίντζα κανονικός.
Mε το που βγαίνω από το αμάξι, βλέπω στο πεζοδρόμιο, ένα δίευρω! Ώπα, είπα λέω, τι τύχη είναι αυτή; Ρε μήπως έχω φτάσει σπίτι και κοιμάμαι; Γιατί ρε φίλε, λίγα είναι; Δύο ευρώ είναι μία μπιρίτσα, ή ένα σουβλάκι, υπάρχει καλύτερο πράγμα από αυτά; Κερασμένα από το πουθενά, έστω και από λάθος; Τι άλλο θες δηλαδή; Λέω από μέσα μου, "Βαγγέλη, άλλαξε η τύχη σου αγόρι μου, γύρισε ο τροχός, σήκω το πρωί, πλύσου, ξυρίσου και πήγαινε παίξε ένα Τζόκερ, να πάρεις επιτέλους αυτά που σου χρωστάει η πουτάνα η ζωή, που τόσο άδικα σε έχει ταλαιπωρήσει". Παίρνω το δίευρω, το βάζω στην τσέπη μου και πάω περίχαρος στο κρεβατάκι μου, να κοιμηθώ τον ύπνο του δικαίου. Κούνια που σε κούναγε Βαγγελάκη, μια χαρά θες; Δύο τρομάρες θα πάρεις. Επειδή παίζεις σε φαρσοκωμωδία γι' αυτό. Επειδή είσαι ο Χοντρός Και Λιγνός και το Τρίο Στούτζες μαζί και κάποιος σπάει πλάκα.
Το πρωί με ξυπνάει ο ήχος του κουδουνιού. Αυτό το ενοχλητικό ΜΠΖΖΖΖΖ! Σαν τεράστια ρομποτική μύγα, ΜΠΖΖ ΜΠΖΖΖ ΜΠΖΖΖΖΖ! Σηκώνομαι με κεφάλι καζάνι και προσπαθώ να βάλω το παντελόνι βιαστικά, χωρίς να σαβουριαστώ την ώρα που κατεβαίνω τα σκαλιά, για να προλάβω να ανοίξω την πόρτα. Πατάω το κουμπί στο θυροτηλέφωνο να ρωτήσω ποιος είναι και ακούω "Βαγγελάκι εσύ;" απαντάει ο Μήτσος (ο γείτονας μασκότ-φύλακας της γειτονιάς. Μεγάλη μορφή, μικροαπατεωνίσκος και γιος του γνωστού Καπετάν Αντρέα Ζέπο, χαίρομαι όταν σε βλέπω), "Το Άτος στη γωνία δικό σου είναι;", "Ναι" του λέω, "Έλα έξω" μου λέει, επειδή "ΕΠΕΣΕ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΑΚΩΣΕ!".
Κεραμίδα στο κεφάλι! Μωρή πουτάνα, μωρή καριόλα, μου έδωκες δύο ευρώ, για να μου πάρεις δύο χιλιάδες; Τι αμαρτίες πληρώνω (και όχι μόνο); Βγαίνω έξω και τι να δω; Κόσμος μαζεμένος γύρω από το θύμα. Γείτονες που με ξέρουν, αλλά δεν τους ξέρω εγώ και τώρα έπρεπε να τους μάθω. Σπάω τον κλοιό, μπαίνω στο τόπο του δυστυχήματος, προετοιμασμένος για τα χειρότερα, έτοιμος να δώσω ακόμα και το φιλί της ζωής στο αυτοκινητάκι μου και ευτυχώς, τα πράγματα δεν ήταν τόσο τραγικά όσο νόμιζα. Δεν είχε πέσει ολόκληρο το μπαλκόνι, αλλά ένα κομμάτι από το κάτω μέρος, το οποίο μου είχε σπάσει το παρμπρίζ και είχε κάνει λακούβες στην οροφή, το καπό και το φτερό. Χίλιες φορές να μου πλάκωνε τον πούτσο. Γαμώ την Παναγία (είπα από μέσα μου, μην με ακούσουν οι γείτονες και με περάσουν για αλήτη).
"Όχι, δεν συμβαίνει σε όλους!"
(Όταν ήμουν μικρός, έβλεπα πολλές ταινίες Μουνίντζα)
Mε το που βγαίνω από το αμάξι, βλέπω στο πεζοδρόμιο, ένα δίευρω! Ώπα, είπα λέω, τι τύχη είναι αυτή; Ρε μήπως έχω φτάσει σπίτι και κοιμάμαι; Γιατί ρε φίλε, λίγα είναι; Δύο ευρώ είναι μία μπιρίτσα, ή ένα σουβλάκι, υπάρχει καλύτερο πράγμα από αυτά; Κερασμένα από το πουθενά, έστω και από λάθος; Τι άλλο θες δηλαδή; Λέω από μέσα μου, "Βαγγέλη, άλλαξε η τύχη σου αγόρι μου, γύρισε ο τροχός, σήκω το πρωί, πλύσου, ξυρίσου και πήγαινε παίξε ένα Τζόκερ, να πάρεις επιτέλους αυτά που σου χρωστάει η πουτάνα η ζωή, που τόσο άδικα σε έχει ταλαιπωρήσει". Παίρνω το δίευρω, το βάζω στην τσέπη μου και πάω περίχαρος στο κρεβατάκι μου, να κοιμηθώ τον ύπνο του δικαίου. Κούνια που σε κούναγε Βαγγελάκη, μια χαρά θες; Δύο τρομάρες θα πάρεις. Επειδή παίζεις σε φαρσοκωμωδία γι' αυτό. Επειδή είσαι ο Χοντρός Και Λιγνός και το Τρίο Στούτζες μαζί και κάποιος σπάει πλάκα.
"Είσαι να σπάσουμε μία μουνόπλακα, εδώ στο μπαλκόνι;"
"Α συγνώμη, εγώ φταίω, όπως διαλογιζόμουν χαλάρωσα πολύ και μου έπεσε ένα βυζί από το μπαλκόνι και τα ισοπέδωσε όλα"
Εντάξει, θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα, θα μπορούσα να ήμουν μέσα την ώρα που έπεσε η μαλακία από τον ουρανό και τώρα να μην είχα κεφάλι, αλλά έτσι θα τελείωνε νωρίς η ταινία και με ποιον θα γέλαγε μετά το κοινό; "Έλα", μου λένε, "να μιλήσεις με τον διαχειριστή να κανονίσετε τις ασφάλειες", και εκείνη την ώρα συνειδητοποιώ ότι δεν έχω ασφάλεια και παθαίνω εγκεφαλικό, έμφραγμα, επιληπτικό επεισόδιο και μου περνάει και το χανγκόβερ! Ήμουν ανασφάλιστος (εκτός όλων των άλλων). "Ναι βέβαια", τους λέω, μπλαμπλά, μούμπλε μούμπλε, "Να πάρω τον ασφαλιστή μου τηλέφωνο" και μπαίνω ξανά στο σπίτι μου, χώνομαι στην τρύπα μου να κλάψω με λυγμούς και να φτιάξω έναν πικρό γκαϊφέ της παρηγοριάς, με μπόλικο Γουίσκι, να τόνε ρουφήξω "φρρρρρ", να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
Τέλος πάντων, να μην τα πουλιλογώ (αυτό κάνεις τόσην ώρα), κάπως τα μπάλωσα με τον ασφαλιστή μου και με κάλυψε. Με τον διαχειριστή στην αρχή τα λέγαμε καλά, αλλά μετά μου έκανε κάτι τσαμπουκάδες. Μετά πλακώθηκε και με τους ένοικους της πολυκατοικίας, επειδή αυτός ήθελε να πληρώσουν όλοι, ενώ όλοι ήθελαν να πληρώσει μόνο ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος, απ' όπου έπεσαν τα τσιμέντα (δηλαδή ο ...διαχειριστής!). Έμαθα ότι ούτε η πολυκατοικία ήταν ασφαλισμένη όπως όφειλε για τέτοιες περιπτώσεις αλλά τέλος πάντων, τα βρήκαμε, κουτσά στραβά.Από τότε όποτε βλέπω λεφτά στο δρόμο, μια φωνούλα μου φωνάζει "ΙΤΣΕ ΤΡΑΠ!" και τρέχω μακριά. Για αρκετό καιρό δεν μάζευα λεφτά από κάτω (Καλά ρε φίλε, πόσες φορές βρίσκεις λεφτά δηλαδή; Τι έχεις; Ανιχνευτή μετάλλων;), έλεγα "Άσε, θα μου τα πάρει δεκαπλά, ή θα τα φάω στους γιατρούς". Μετά από κάμποσο καιρό που είχα φτιάξει το αμάξι, έψαχνα πάλι για πάρκινγκ και είχε μία κενή θέση, έξω από την ίδια πολυκατοικία. Σταμάτησα και το σκεφτόμουν, "Να το βάλω, ή όχι;" και βγαίνει μία γιαγιά στο μπαλκονάκι του ημιόροφου και μου λέει "Μη το βάλεις εδώ γιόκα μου, πέφτουν πράγματα από τα μπαλκόνια", "Ναι, γιαγιά" της λέω, "Το ξέρω", και έφυγα σαν τον καουμπόι στο ηλιοβασίλεμα, να βρω αλλού ένα λιμανάκι να ρίξω άγκυρα. Δεν ξαναπάρκαρα ποτέ εκεί.
"Μην παρκάρεις εδώ, πέφτουνε μουνιά από το μπαλκόνι"
"Πως να ξεχάσω τότε που με έσπρωξε μια διμοιρία ΜΑΤ, με εσένα μέσα;"